- παπάγια
- (καρική η παπάια). Φυτό της οικογένειας των καρικιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές του Μεξικού, που καλλιεργείται πολύ στις τροπικές περιοχές. Είναι δέντρο μάλλον ψηλό, με κορμό άκλωνο και φύλλα παλαμοσχιδή, μακρόμισχα· οι εδώδιμοι καρποί του είναι ογκώδεις ράγες, πεπονόμορφες, με κίτρινη βουτυρώδη σάρκα, γλυκιά γεύση και ξεχωριστό άρωμα.
Ιδιαίτερη σημασία για τη φαρμακολογία και τη θεραπευτική έχει ο γαλακτώδης χυμός που εκρέει από εντομές του κορμού· ο χυμός αυτός, όπως και ο καρπός, περιέχει ένα ένζυμο, την παπαΐνη ή φυτική πεψίνη, η οποία, όπως και η ζωική, αναπτύσσει πεπτική δράση πάνω σε όλες τις λευκωματώδεις ουσίες: για την ιδιότητά της αυτή η π. χρησιμοποιείται κατά της δυσπεψίας, σε περιπτώσεις γαστρικών παθήσεων.
Παπάγια (καρική η παπάυα): η σάρκα των πεπονόμορφων καρπών της έχει ευχάριστη γεύση και χρησιμοποιείται και στη φαρμακολογία.
* * *και λόγ. τ. παπαΐα, ηβοτ. κοινή ονομασία τού εδώδιμου καρπού τού δένδρου Κάρικα παπάγια, που καλλιεργείται στις τροπικές περιοχές.
Dictionary of Greek. 2013.